χταπόδι: Difference between revisions

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[οχταπόδι]], το Ν<br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] της τάξης κεφαλόποδων [[μαλακίων]] [[οκτώποδα]], [[καθώς]] και του γένους [[οκτώπους]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θα σέ χτυπήσω [ή θα σέ κοπανίσω] σαν [[χταπόδι]]»<br />i) θα σέ [[δείρω]] πολύ άσχημα<br />ii) <b>μτφ.</b> θα σού επιτεθώ πολύ σκληρά, θα σού [[κάνω]] έντονη πολεμική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀ</i>-<i>κταπόδι</i>-<i>ον</i>, υποκορ. του [[ὀκτάπους]], με ανομοιωτική [[τροπή]] του κλειστού -<i>κ</i>- στο διαρκές -<i>χ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[κτίζω]]: [[χτίζω]]) και σίγηση του αρκτικού άτονου φωνήεντος].
|mltxt=και [[οχταπόδι]], το Ν<br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] της τάξης κεφαλόποδων [[μαλακίων]] [[οκτώποδα]], [[καθώς]] και του γένους [[οκτώπους]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θα σέ χτυπήσω [ή θα σέ κοπανίσω] σαν [[χταπόδι]]»<br />i) θα σέ [[δείρω]] πολύ άσχημα<br />ii) <b>μτφ.</b> θα σού επιτεθώ πολύ σκληρά, θα σού [[κάνω]] έντονη πολεμική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀ</i>-<i>κταπόδι</i>-<i>ον</i>, υποκορ. του [[ὀκτάπους]], με ανομοιωτική [[τροπή]] του κλειστού -<i>κ</i>- στο διαρκές -<i>χ</i>- ([[πρβλ]]. [[κτίζω]]: [[χτίζω]]) και σίγηση του αρκτικού άτονου φωνήεντος].
}}
}}

Latest revision as of 15:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

και οχταπόδι, το Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία της τάξης κεφαλόποδων μαλακίων οκτώποδα, καθώς και του γένους οκτώπους
2. φρ. «θα σέ χτυπήσω [ή θα σέ κοπανίσω] σαν χταπόδι»
i) θα σέ δείρω πολύ άσχημα
ii) μτφ. θα σού επιτεθώ πολύ σκληρά, θα σού κάνω έντονη πολεμική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < -κταπόδι-ον, υποκορ. του ὀκτάπους, με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -κ- στο διαρκές -χ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω) και σίγηση του αρκτικού άτονου φωνήεντος].