αιμοσφαιρίνη: Difference between revisions

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η <b>Ιατρ.</b><br />[[πρωτεΐνη]] του αίματος που μεταφέρει [[οξυγόνο]] στους ιστούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν, όρου, <b>[[πρβλ]].</b>, αγγλ. <i>hemoglobin</i>, συγκεκομμένος τ. της λ. <i>hematoglobulin</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hematin</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[αιματίνη]] <span style="color: red;">+</span> <i>globulin</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. λ. <i>globulus</i> «[[σφαιρίδιο]]», <b>[[πρβλ]].</b> [[σφαιρίνη]]].
|mltxt=η <b>Ιατρ.</b><br />[[πρωτεΐνη]] του αίματος που μεταφέρει [[οξυγόνο]] στους ιστούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν, όρου, πρβλ., αγγλ. <i>hemoglobin</i>, συγκεκομμένος τ. της λ. <i>hematoglobulin</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hematin</i>, πρβλ. [[αιματίνη]] <span style="color: red;">+</span> <i>globulin</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. λ. <i>globulus</i> «[[σφαιρίδιο]]», πρβλ. [[σφαιρίνη]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:40, 29 December 2020

Greek Monolingual

η Ιατρ.
πρωτεΐνη του αίματος που μεταφέρει οξυγόνο στους ιστούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Απόδοση στα Ελληνικά ξεν, όρου, πρβλ., αγγλ. hemoglobin, συγκεκομμένος τ. της λ. hematoglobulin < hematin, πρβλ. αιματίνη + globulin < λατ. λ. globulus «σφαιρίδιο», πρβλ. σφαιρίνη].