αδάμαστος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδάμαστος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ακατάβλητος]], [[άκαμπτος]], [[ακατανίκητος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε ή δεν [[είναι]] δυνατόν να δαμαστεί, να τιθασευτεί, να εξημερωθεί, ο [[ατίθασος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[δαμάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀδαμαστί]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδάμαστος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ακατάβλητος]], [[άκαμπτος]], [[ακατανίκητος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε ή δεν [[είναι]] δυνατόν να δαμαστεί, να τιθασευτεί, να εξημερωθεί, ο [[ατίθασος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[δαμάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀδαμαστί]].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδάμαστος, -ον)
1. ακατάβλητος, άκαμπτος, ακατανίκητος
2. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να δαμαστεί, να τιθασευτεί, να εξημερωθεί, ο ατίθασος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + δαμάζω.
ΠΑΡ. μσν. ἀδαμαστί.