σύρφη: Difference between revisions
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syrfi | |Transliteration C=syrfi | ||
|Beta Code=su/rfh | |Beta Code=su/rfh | ||
|Definition=<b | |Definition=[[φρύγανα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φρύγανα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει προέλθει από το θ. του ρ. [[σύρω]] με δασύ χειλικό [[ένθημα]] -<i>φ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>συρ</i>-<i>φ</i>-[[ετός]]) και κατάλ. -<i>ή</i>. Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] και η [[άποψη]] ότι ο τ. έχει σχηματιστεί αναλογικά [[προς]] το συγγενές σημασιολογικά <i>κάρ</i>-<i>φη</i> «[[ξερό]] [[χόρτο]], [[άχυρο]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:45, 25 August 2023
English (LSJ)
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «φρύγανα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από το θ. του ρ. σύρω με δασύ χειλικό ένθημα -φ- (πρβλ. συρ-φ-ετός) και κατάλ. -ή. Έχει διατυπωθεί επίσης και η άποψη ότι ο τ. έχει σχηματιστεί αναλογικά προς το συγγενές σημασιολογικά κάρ-φη «ξερό χόρτο, άχυρο»].