αλφάβητο: Difference between revisions
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το και [[ἀλφάβητος]], η (Μ [[αλφάβητος]], ο και σπάνια η)<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών γραμμάτων (τών γραπτών σημείων) γενικά ή ειδικότερα τών φθόγγων [[κάθε]] γλώσσας<br /><b>2.</b> τα [[είκοσι]] [[τέσσερα]] γράμματα της ελληνικής γλώσσας, η [[αλφαβήτα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />στοιχειώδες [[βιβλίο]] που περιέχει το [[σύνολο]] τών αναγκαίων γνώσεων ή αρχών ενός επαγγέλματος ή μιας επιστήμης, [[βιβλίο]] που εισάγει σε ορισμένο κύκλο γνώσεων «το [[αλφάβητο]] του κομμουνισμού»<br /><b>μσν.</b><br />[[ποίημα]] γραμμένο με αλφαβητική [[ακροστιχίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το και [[ἀλφάβητος]], η (Μ [[αλφάβητος]], ο και σπάνια η)<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών γραμμάτων (τών γραπτών σημείων) γενικά ή ειδικότερα τών φθόγγων [[κάθε]] γλώσσας<br /><b>2.</b> τα [[είκοσι]] [[τέσσερα]] γράμματα της ελληνικής γλώσσας, η [[αλφαβήτα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />στοιχειώδες [[βιβλίο]] που περιέχει το [[σύνολο]] τών αναγκαίων γνώσεων ή αρχών ενός επαγγέλματος ή μιας επιστήμης, [[βιβλίο]] που εισάγει σε ορισμένο κύκλο γνώσεων «το [[αλφάβητο]] του κομμουνισμού»<br /><b>μσν.</b><br />[[ποίημα]] γραμμένο με αλφαβητική [[ακροστιχίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο όρος πλάστηκε πιθ. αρχικά στη Λατινική (<i>alphabetum</i>) από το όνομα τών δύο αρχικών γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου ([[άλφα]], [[βήτα]]), από όπου πέρασε [[μετά]] στην Ελληνική, ενώ κατ' άλλους η λατ. λ. ξεκίνησε από το ελλην. <b>μσν.</b> [[ἀλφάβητος]]. (Για περισσότερα <b>βλ. λ.</b> <i>αλφάβητα</i>). ΠΑΡ <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[αλφαβητάριο]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:17, 29 December 2020
Greek Monolingual
το και ἀλφάβητος, η (Μ αλφάβητος, ο και σπάνια η)
1. το σύνολο τών γραμμάτων (τών γραπτών σημείων) γενικά ή ειδικότερα τών φθόγγων κάθε γλώσσας
2. τα είκοσι τέσσερα γράμματα της ελληνικής γλώσσας, η αλφαβήτα
νεοελλ.
στοιχειώδες βιβλίο που περιέχει το σύνολο τών αναγκαίων γνώσεων ή αρχών ενός επαγγέλματος ή μιας επιστήμης, βιβλίο που εισάγει σε ορισμένο κύκλο γνώσεων «το αλφάβητο του κομμουνισμού»
μσν.
ποίημα γραμμένο με αλφαβητική ακροστιχίδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο όρος πλάστηκε πιθ. αρχικά στη Λατινική (alphabetum) από το όνομα τών δύο αρχικών γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου (άλφα, βήτα), από όπου πέρασε μετά στην Ελληνική, ενώ κατ' άλλους η λατ. λ. ξεκίνησε από το ελλην. μσν. ἀλφάβητος. (Για περισσότερα βλ. λ. αλφάβητα). ΠΑΡ μσν.-νεοελλ. αλφαβητάριο].