αλφαβήτα

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169

Greek Monolingual

η
1. το αλφάβητο
2. βασική, στοιχειώδης μόρφωση
3. φρ. «έφαγε την αλφαβήτα με το κουτάλι», μορφώθηκε πολύ
«ούτε την αλφαβήτα δεν ξέρει», είναι εντελώς αγράμματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλφα + βήτα
η λ. είναι ανεξάρτητη ετυμολογικά από το μσν. ἀλφάβητος.