Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλεείνω: Difference between revisions

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλεείνω]] (Α)<br />(επικό [[ρήμα]] που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό)<br /><b>1.</b> [[αποφεύγω]], [[ξεφεύγω]]<br /><b>2.</b> [[υποχωρώ]], [[οπισθοχωρώ]], αποσύρομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλεF</i>-<i>εν</i>-<i>jω</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. τών λ. [[ἀλέα]], [[ἀλέομαι]] και [[πρόσφυμα]] -<i>εν</i>-) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i> και [[επένθεση]]].
|mltxt=[[ἀλεείνω]] (Α)<br />(επικό [[ρήμα]] που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό)<br /><b>1.</b> [[αποφεύγω]], [[ξεφεύγω]]<br /><b>2.</b> [[υποχωρώ]], [[οπισθοχωρώ]], αποσύρομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλεF</i>-<i>εν</i>-<i>jω</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. τών λ. [[ἀλέα]], [[ἀλέομαι]] και [[πρόσφυμα]] -<i>εν</i>-) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i> και [[επένθεση]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀλεείνω (Α)
(επικό ρήμα που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό)
1. αποφεύγω, ξεφεύγω
2. υποχωρώ, οπισθοχωρώ, αποσύρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλεF-εν- (< θ. τών λ. ἀλέα, ἀλέομαι και πρόσφυμα -εν-) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F και επένθεση].