ἀνέμπληκτος: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνέμπληκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο μη εκπλησσόμενος<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ανεμπλήκτως</i><br />με [[απάθεια]], ήρεμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[έμπληκτος]] <span style="color: red;"><</span> ([[εμπλήσσω]]) «[[έκπληκτος]]»]. | |mltxt=[[ἀνέμπληκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο μη εκπλησσόμενος<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ανεμπλήκτως</i><br />με [[απάθεια]], ήρεμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[έμπληκτος]] <span style="color: red;"><</span> ([[εμπλήσσω]]) «[[έκπληκτος]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνέμπληκτος:''' -ον, [[ατρόμητος]], [[άφοβος]]· στο επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A intrepid, Sch.E.Or.1479. Adv. -τως Plu.Galb. 23 (nisi legendum ἀνεκπλήκτως).
German (Pape)
[Seite 223] unerschüttert, Adv., Plut. Galb. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέμπληκτος: -ον, ὁ μὴ ἐκπληττόμενος, ἀτρόμητος. - Ἐπιρρ. -τως ἐν Πλουτ. Γάλβ. 23· ἀλλ’ ἴσως ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀνεκπλήκτως.
Spanish (DGE)
-ον
1 intrépido Sch.E.Or.1479.
2 adv. -ως intrépidamente Plu.Galb.23 (ap. crít.).
Greek Monolingual
ἀνέμπληκτος, -ον (Α)
1. ο μη εκπλησσόμενος
2. επίρρ. ανεμπλήκτως
με απάθεια, ήρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + έμπληκτος < (εμπλήσσω) «έκπληκτος»].
Greek Monotonic
ἀνέμπληκτος: -ον, ατρόμητος, άφοβος· στο επίρρ. -τως, σε Πλούτ.