ἀναστενάχω: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναστενάχω]] (Α)<br />[[στενάζω]], [[θρηνώ]] μεγαλόφωνα για [[κάτι]].
|mltxt=[[ἀναστενάχω]] (Α)<br />[[στενάζω]], [[θρηνώ]] μεγαλόφωνα για [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναστενάχω:''' [ᾰ], με αιτ. προσ., [[αναστενάζω]] για κάποιον μεγαλόφωνα, [[θρηνώ]] [[δυνατά]], με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 18:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναστενάχω Medium diacritics: ἀναστενάχω Low diacritics: αναστενάχω Capitals: ΑΝΑΣΤΕΝΑΧΩ
Transliteration A: anastenáchō Transliteration B: anastenachō Transliteration C: anastenacho Beta Code: a)nastena/xw

English (LSJ)

c. acc. pers.,

   A groan aloud over, bemoan, bewail aloud, ib.23.211:—so in Med., 18.315,355.

German (Pape)

[Seite 209] laut beseufzen, bejammern, τινά, Il. 23, 211; auch med., 18, 315. 355, wie Sp. Ep.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστενάχω: μετ᾿ αἰτ. προσώπου, στενάζω διά τινα μεγαλοφώνως, γογγύζω, θρηνῶ μεγαλοφώνως, μετ᾿ αἰτ., Ἰλ. Ψ. 211, οὕτω κατὰ μέσ. τύπον, Σ. 315, 355.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
gémir sur, acc.;
Moy. ἀναστενάχομαι m. sign.
Étymologie: ἀνά, στενάχω.

English (Autenrieth)

mid. ipf. ἀνεστενάχοντο: fetch sighs, groan; τινά (bewail), Il. 23.211. (Il.)

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾰχ-]
1 c. ac. de pers. llorar a, lamentarse por τὸν πάντες ἀναστενάχουσιν Il.23.211
en v. med. mismo sent. Πάτροκλον ἀνεστενάχοντο Il.18.315, 355.
2 abs. suspirar, quejarse ἀναστενάχων ἀπεκώκυεν ἱερὸς ὄρνις Rhian.73.3.

Greek Monolingual

ἀναστενάχω (Α)
στενάζω, θρηνώ μεγαλόφωνα για κάτι.

Greek Monotonic

ἀναστενάχω: [ᾰ], με αιτ. προσ., αναστενάζω για κάποιον μεγαλόφωνα, θρηνώ δυνατά, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., στο ίδ.