ασώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(6)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀσώδης]], -ες (Α) [[άση]]<br /><b>1.</b> αυτός που αισθάνεται [[αηδία]] ή [[ναυτία]] από το υπερβολικό [[φαγητό]], αυτός που έφαγε [[μέχρι]] κορεσμού<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που συνοδεύεται από [[ναυτία]] («[[ἀσώδης]] [[ὀδύνη]]»).———————— <b>(II)</b><br />[[ἀσώδης]], -ες (Α) [[άσις]]<br />λασπωμένος.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀσώδης]], -ες (Α) [[άση]]<br /><b>1.</b> αυτός που αισθάνεται [[αηδία]] ή [[ναυτία]] από το υπερβολικό [[φαγητό]], αυτός που έφαγε [[μέχρι]] κορεσμού<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που συνοδεύεται από [[ναυτία]] («[[ἀσώδης]] [[ὀδύνη]]»).<br /><b>(II)</b><br />[[ἀσώδης]], -ες (Α) [[άσις]]<br />λασπωμένος.
}}
}}

Latest revision as of 12:36, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἀσώδης, -ες (Α) άση
1. αυτός που αισθάνεται αηδία ή ναυτία από το υπερβολικό φαγητό, αυτός που έφαγε μέχρι κορεσμού
2. εκείνος που συνοδεύεται από ναυτίαἀσώδης ὀδύνη»).
(II)
ἀσώδης, -ες (Α) άσις
λασπωμένος.