ἀποτειχισμός: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποτειχισμός]], ο (Α)<br />η [[αποτείχισις]]. | |mltxt=[[ἀποτειχισμός]], ο (Α)<br />η [[αποτείχισις]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποτειχισμός:''' ὁ, = [[ἀποτείχισις]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A = ἀποτείχισις 1, Plu.Nic.18, etc.
German (Pape)
[Seite 330] ὁ, dasselbe, Plut. Nic. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτειχισμός: -οῦ, ὁ, = ἀποτείχισις, Ι., Πλουτ. Νικ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
retranchement, ligne de défense.
Étymologie: ἀποτειχίζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ construcción de un muro Plu.Nic.18.
Greek Monolingual
ἀποτειχισμός, ο (Α)
η αποτείχισις.
Greek Monotonic
ἀποτειχισμός: ὁ, = ἀποτείχισις, σε Πλούτ.