ἀνάλλακτος: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
(3)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anallaktos
|Transliteration C=anallaktos
|Beta Code=a)na/llaktos
|Beta Code=a)na/llaktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unchangeable</b>, <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>248.8</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[unchangeable]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>248.8</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:25, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάλλακτος Medium diacritics: ἀνάλλακτος Low diacritics: ανάλλακτος Capitals: ΑΝΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: anállaktos Transliteration B: anallaktos Transliteration C: anallaktos Beta Code: a)na/llaktos

English (LSJ)

ον,

   A unchangeable, Orph.Fr.248.8.

German (Pape)

[Seite 196] unveränderlich, Orph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάλλακτος: -ον, ἀμετάβλητος, ἀναλλοίωτος, Ὀρφ. Ἀποσπ. 3. 8.

Spanish (DGE)

-ον inmutable ἐφημοσύνη Orph.Fr.248.8.

Greek Monolingual

και -χτος και -γος, -η, -ο (Α ἀνάλλακτος, -ον)
αυτός που δεν μεταβάλλεται ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, αμετάβλητος, αναλλοίωτος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν ανταλλάχθηκε ή δεν είναι δυνατόν να ανταλλαχθεί
2. αυτός που δεν αντικαταστάθηκε
3. αυτός που δεν αντικατέστησε τα βρόμικα εσώρουχά του με καθαρά ή τα καθημερινά του ρούχα με γιορτινά, ρυπαρός, βρόμικος
αρχ.
αμετάβλητος, αναλλοίωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀνάλλακτος < ἀν- στερ. + ἀλλακτός < ἀλλάσσω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλλαγιά].