αμμούδα: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Μ ἀμμούδα)<br /> [[αμμουδερός]] [[τόπος]], [[αμμουδιά]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεγεθυντικό του ουσ. <i>ἀμμούδι</i> που απαντά μόνο ως [[τοπωνύμιο]].<br /> <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμμοδούρα]], [[αμμουδιά]]].
|mltxt=η (Μ ἀμμούδα)<br /> [[αμμουδερός]] [[τόπος]], [[αμμουδιά]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Μεγεθυντικό του ουσ. <i>ἀμμούδι</i> που απαντά μόνο ως [[τοπωνύμιο]].<br /> <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμμοδούρα]], [[αμμουδιά]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Μ ἀμμούδα)
αμμουδερός τόπος, αμμουδιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεγεθυντικό του ουσ. ἀμμούδι που απαντά μόνο ως τοπωνύμιο.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμμοδούρα, αμμουδιά].