αγαυός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγαυός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[ένδοξος]], [[ευγενής]] στην [[καταγωγή]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[εξαίρετος]], [[λαμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[λέξη]] [[πρέπει]] να συνδέεται με το [[ἄγαμαι]]. Προέρχεται πιθ. από τύπο <i>ἀγα</i>-<i>Fός</i> (Schwyzer), το δε <i>υ</i> ([[ἀγαυός]]) οφείλεται στον αιολικό φωνηεντισμό].
|mltxt=[[ἀγαυός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[ένδοξος]], [[ευγενής]] στην [[καταγωγή]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[εξαίρετος]], [[λαμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η [[λέξη]] [[πρέπει]] να συνδέεται με το [[ἄγαμαι]]. Προέρχεται πιθ. από τύπο <i>ἀγα</i>-<i>Fός</i> (Schwyzer), το δε <i>υ</i> ([[ἀγαυός]]) οφείλεται στον αιολικό φωνηεντισμό].
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγαυός, -ή, -όν (Α)
1. ένδοξος, ευγενής στην καταγωγή
2. (για πράγματα) εξαίρετος, λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λέξη πρέπει να συνδέεται με το ἄγαμαι. Προέρχεται πιθ. από τύπο ἀγα-Fός (Schwyzer), το δε υ (ἀγαυός) οφείλεται στον αιολικό φωνηεντισμό].