ἀρχηγενής: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρχηγενής]], -ές (Α)<br />αυτός που κάνει την [[αρχή]] σε [[κάτι]] ή που κάνει [[κάτι]] ν' αρχίσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρχη</i>- <span style="color: red;"><</span> [[άρχω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]. Πρόκειται για [[άπαξ]] ειρημένο τ. και [[είναι]] το μοναδικό σύνθετο στο α' συνθετικό του οποίου εμφανίζεται το ρ. [[άρχω]] με τη [[μορφή]] [[αρχή]]-].
|mltxt=[[ἀρχηγενής]], -ές (Α)<br />αυτός που κάνει την [[αρχή]] σε [[κάτι]] ή που κάνει [[κάτι]] ν' αρχίσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρχη</i>- <span style="color: red;"><</span> [[άρχω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]. Πρόκειται για [[άπαξ]] ειρημένο τ. και [[είναι]] το μοναδικό σύνθετο στο α' συνθετικό του οποίου εμφανίζεται το ρ. [[άρχω]] με τη [[μορφή]] [[αρχή]]-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρχηγενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), αυτός που δημιουργεί την πρώτη [[αρχή]] για [[κάτι]], με γεν., σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχηγενής Medium diacritics: ἀρχηγενής Low diacritics: αρχηγενής Capitals: ΑΡΧΗΓΕΝΗΣ
Transliteration A: archēgenḗs Transliteration B: archēgenēs Transliteration C: archigenis Beta Code: a)rxhgenh/s

English (LSJ)

ές,

   A originating, causing, κλαυμάτων A.Ag.1628.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχηγενής: ές = ἀρχέγονος, ὁ αἴτιος τῆς πρώτης ἀρχῆς πράγματός τινος, καὶ ταῦτα τἄπη κλαυμάτων ἀρχηγενῆ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1628.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui est la première cause de, gén..
Étymologie: ἀρχή, γίγνομαι.

Spanish (DGE)

-ές que es el origen de κλαυμάτων A.A.1628.

Greek Monolingual

ἀρχηγενής, -ές (Α)
αυτός που κάνει την αρχή σε κάτι ή που κάνει κάτι ν' αρχίσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχη- < άρχω + -γενής < γένος < γίγνομαι. Πρόκειται για άπαξ ειρημένο τ. και είναι το μοναδικό σύνθετο στο α' συνθετικό του οποίου εμφανίζεται το ρ. άρχω με τη μορφή αρχή-].

Greek Monotonic

ἀρχηγενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που δημιουργεί την πρώτη αρχή για κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.