βασσαρικός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βασσαρικός]], -ή, -όν (Α) [[βασσάρα]]<br />ο [[βακχικός]]. | |mltxt=[[βασσαρικός]], -ή, -όν (Α) [[βασσάρα]]<br />ο [[βακχικός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βασσαρικός:''' -ή, -όν, [[βακχικός]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A = βακχικός, θίασος AP6.165 (Phalaec.): βασσαρικά, τά, = Διονυσιακά, Soterich. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 438] bacchantisch, θίασος Phalaec. 3 (VI, 165).
Greek (Liddell-Scott)
βασσαρικός: -ή, -όν, =βακχικός, Ἀνθ. ΙΙ.6.165· τὰ βασσαρικὰ= τὰ Διανυσιακὰ Σωτήριχ. παρὰ Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 báquico, dionisíaco θίασος AP 6.165 (Phal.).
2 subst. Βασσαρικά Basáricas, Dionisíacas tít. de una obra de Sotérico, Sud.s.u. Σωτήριχος.
Greek Monolingual
βασσαρικός, -ή, -όν (Α) βασσάρα
ο βακχικός.
Greek Monotonic
βασσαρικός: -ή, -όν, βακχικός, σε Ανθ.