γαλάνα: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γαλάνα]], η (<b>δωρ. τ.</b>) (Α)<br />η [[γαλήνη]] («[[φρόνημα]] νηνέμου γαλάνας» — για την ωραία Ελένη, σαν [[ιδέα]] γαλήνης καλοκαιρινής, <b>Αισχ.</b>).
|mltxt=[[γαλάνα]], η (<b>δωρ. τ.</b>) (Α)<br />η [[γαλήνη]] («[[φρόνημα]] νηνέμου γαλάνας» — για την ωραία Ελένη, σαν [[ιδέα]] γαλήνης καλοκαιρινής, <b>Αισχ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''γᾰλάνα:''' γαλᾱνός, Δωρ. αντί [[γαλήνη]], [[γαληνός]].
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλάνα Medium diacritics: γαλάνα Low diacritics: γαλάνα Capitals: ΓΑΛΑΝΑ
Transliteration A: galána Transliteration B: galana Transliteration C: galana Beta Code: gala/na

English (LSJ)

γᾰλ-ᾱνός, Dor. for -ήνη, -ηνός. γαλαός,

   A v. γάλις.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλάνα: γαλᾱνός, Δωρ. ἀντὶ γαλην-.

French (Bailly abrégé)

dor. c. γαλήνη.

Spanish (DGE)

v. γαλήνη.

Greek Monolingual

γαλάνα, η (δωρ. τ.) (Α)
η γαλήνηφρόνημα νηνέμου γαλάνας» — για την ωραία Ελένη, σαν ιδέα γαλήνης καλοκαιρινής, Αισχ.).

Greek Monotonic

γᾰλάνα: γαλᾱνός, Δωρ. αντί γαλήνη, γαληνός.