βιότιον: Difference between revisions

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βιότιον]], το (Α) [[βίοτος]] ή [[βιοτή]]<br />μικρό [[εισόδημα]].
|mltxt=[[βιότιον]], το (Α) [[βίοτος]] ή [[βιοτή]]<br />μικρό [[εισόδημα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βιότιον:''' τό, υποκορ. του [[βίοτος]], ανεπαρκές, πενιχρό [[εισόδημα]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐότιον Medium diacritics: βιότιον Low diacritics: βιότιον Capitals: ΒΙΟΤΙΟΝ
Transliteration A: biótion Transliteration B: biotion Transliteration C: viotion Beta Code: bio/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of βίοτος,

   A scant living, Ar.Pl. 1165.

German (Pape)

[Seite 446] τό, dim. von βίοτος, kärglicher Lebensunterhalt, Ar. Plut. 1165.

Greek (Liddell-Scott)

βιότιον: τό, ὑποκορ. τοῦ βίοτος, ὀλίγον εἰσόδημα, Ἀριστοφ. Πλ. 1165.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vie chétive, petite vie.
Étymologie: βίοτος.

Spanish (DGE)

-ου, τό
vida económicamente modesta, un pasar οὗτος γὰρ ἐξηύρηκεν αὑτῷ βιότιον éste ya se ha buscado un pasar Ar.Pl.1165.

Greek Monolingual

βιότιον, το (Α) βίοτος ή βιοτή
μικρό εισόδημα.

Greek Monotonic

βιότιον: τό, υποκορ. του βίοτος, ανεπαρκές, πενιχρό εισόδημα, σε Αριστοφ.