βάρδια: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[φρουρά]]<br /><b>2.</b> [[μέλος]] της φρουράς, [[σκοπός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κάνω]] [[βάρδια]]», «[[είμαι]] [[βάρδια]]» — [[φρουρώ]], [[είμαι]] [[σκοπός]]<br /><b>4.</b> εναλλασσόμενη [[φρουρά]] ή [[ομάδα]] υπηρεσίας («πρώτη, δεύτερη, νυχτερινή [[βάρδια]]»)<br /><b>5.</b> ο [[χρόνος]] της υπηρεσίας ή της εργασίας των ομάδων που εναλλάσσονται<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[σκάντζα]] [[βάρδια]]» — [[αλλαγή]] φρουράς ή υπηρεσίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(βεν.)</b> <i>vardia</i> ( | |mltxt=η<br /><b>1.</b> [[φρουρά]]<br /><b>2.</b> [[μέλος]] της φρουράς, [[σκοπός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κάνω]] [[βάρδια]]», «[[είμαι]] [[βάρδια]]» — [[φρουρώ]], [[είμαι]] [[σκοπός]]<br /><b>4.</b> εναλλασσόμενη [[φρουρά]] ή [[ομάδα]] υπηρεσίας («πρώτη, δεύτερη, νυχτερινή [[βάρδια]]»)<br /><b>5.</b> ο [[χρόνος]] της υπηρεσίας ή της εργασίας των ομάδων που εναλλάσσονται<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[σκάντζα]] [[βάρδια]]» — [[αλλαγή]] φρουράς ή υπηρεσίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(βεν.)</b> <i>vardia</i> ([[πρβλ]]. αρχ. γερμ. <i>warda</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
1. φρουρά
2. μέλος της φρουράς, σκοπός
3. φρ. «κάνω βάρδια», «είμαι βάρδια» — φρουρώ, είμαι σκοπός
4. εναλλασσόμενη φρουρά ή ομάδα υπηρεσίας («πρώτη, δεύτερη, νυχτερινή βάρδια»)
5. ο χρόνος της υπηρεσίας ή της εργασίας των ομάδων που εναλλάσσονται
6. φρ. «σκάντζα βάρδια» — αλλαγή φρουράς ή υπηρεσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) vardia (πρβλ. αρχ. γερμ. warda].