γαλακτοφάγος: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
(3) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[γαλακτοφάγος]])<br />αυτός που τρέφεται [[κυρίως]] ή αποκλειστικά με [[γάλα]]. | |mltxt=ο (AM [[γαλακτοφάγος]])<br />αυτός που τρέφεται [[κυρίως]] ή αποκλειστικά με [[γάλα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γᾰλακτοφάγος:''' -ον ([[φαγεῖν]]), αυτός που τρέφεται με [[γάλα]], σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 471] Milch essend, Sext. Emp.; Schol. Il. 13, 6; vgl. γλακτοφάγος.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτοφάγος: -ον, ὁ διὰ γάλακτος τρεφόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 36, Στράβ. 311· ἴδε γλακτ-.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se nourrit de laitage.
Étymologie: γάλα, φαγεῖν.
Spanish (DGE)
-ον
que se nutre de lechede los habitantes del Quersoneso, Str.7.4.6, Aret.CD 1.8.2, Σκύθαι Ptol.Geog.6.14.12, ζῷα S.E.P.1.56, cf. γλακτοφάγος.
Greek Monolingual
ο (AM γαλακτοφάγος)
αυτός που τρέφεται κυρίως ή αποκλειστικά με γάλα.
Greek Monotonic
γᾰλακτοφάγος: -ον (φαγεῖν), αυτός που τρέφεται με γάλα, σε Στράβ.