αισθαντικός: Difference between revisions

From LSJ

Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart

Menander, Monostichoi, 454
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο [[γεμάτος]] συναισθήματα, [[ευαίσθητος]], [[ευσυγκίνητος]]<br /><b>2.</b> [[λεπτός]], [[διακριτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αισθάνομαι]] ή πιθ. [[απόδοση]] στα Ελληνικά του γαλλ. <i>sensitif</i> ή <i>sensible</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αισθαντικότητα]]].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο [[γεμάτος]] συναισθήματα, [[ευαίσθητος]], [[ευσυγκίνητος]]<br /><b>2.</b> [[λεπτός]], [[διακριτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αισθάνομαι]] ή πιθ. [[απόδοση]] στα Ελληνικά του γαλλ. <i>sensitif</i> ή <i>sensible</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αισθαντικότητα]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο γεμάτος συναισθήματα, ευαίσθητος, ευσυγκίνητος
2. λεπτός, διακριτικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αισθάνομαι ή πιθ. απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. sensitif ή sensible.
ΠΑΡ. νεοελλ. αισθαντικότητα].