αναξιοπαθής: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
(3)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br />αυτός που δεινοπαθεί άδικα, [[χωρίς]] να φταίει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανάξιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> <span style="color: red;"><</span> αορ. [[ἔπαθον]] του [[πάσχω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ευπαθής]], [[ομοιοπαθής]], [[πολυπαθής]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=-ές<br />αυτός που δεινοπαθεί άδικα, [[χωρίς]] να φταίει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανάξιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> <span style="color: red;"><</span> αορ. [[ἔπαθον]] του [[πάσχω]] (πρβλ. [[ευπαθής]], [[ομοιοπαθής]], [[πολυπαθής]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 23 December 2018

Greek Monolingual

-ές
αυτός που δεινοπαθεί άδικα, χωρίς να φταίει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάξιος + -παθής < αορ. ἔπαθον του πάσχω (πρβλ. ευπαθής, ομοιοπαθής, πολυπαθής κ.ά.)].