ἀτράφαξις: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(6)
m (LSJ2 replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ἀτράφαξις
|Medium diacritics=ἀτράφαξις
|Low diacritics=ατράφαξις
|Capitals=ΑΤΡΑΦΑΞΙΣ
|Transliteration A=atráphaxis
|Transliteration B=atraphaxis
|Transliteration C=atrafaksis
|Beta Code=a)tra/facis
|Definition=v. [[ἀτράφαξυς]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0388.png Seite 388]] oder [[ἀτράφαξυς]], auch [[ἀδράφαξυς]], Spinat, Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0388.png Seite 388]] oder [[ἀτράφαξυς]], auch [[ἀδράφαξυς]], Spinat, Diosc.

Latest revision as of 10:34, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτράφαξις Medium diacritics: ἀτράφαξις Low diacritics: ατράφαξις Capitals: ΑΤΡΑΦΑΞΙΣ
Transliteration A: atráphaxis Transliteration B: atraphaxis Transliteration C: atrafaksis Beta Code: a)tra/facis

English (LSJ)

v. ἀτράφαξυς.

German (Pape)

[Seite 388] oder ἀτράφαξυς, auch ἀδράφαξυς, Spinat, Diosc.

Greek Monolingual

η [Α ἀτράφαξις και -ξυς, (-έως)]
το φαρμακευτικό φυτό ατράφαξις η κηπαία ή η ροδόχρους, το χρυσολάχανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ. Ο λατ. τ. atriplex είναι δάνειο από την Ελληνική ή από μία μη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα].