ἁμάμαξυς: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(3)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμάμαξυς]] (-υος και -υδος), η (Α)<br />[[κληματαριά]] που στηρίζεται σε δύο πασσάλους<br /><b>2.</b> [[χωλός]] που στηρίζεται σε δύο βακτηρίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη άγνωστης ετυμολογίας. Απαντά και τ. <i>άμάμαξυς</i> με [[δασεία]] [[κατά]] παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το επίρρ. <i>ἅμα</i> «συγχρόνως, [[μαζί]]»].
|mltxt=[[ἀμάμαξυς]] (-υος και -υδος), η (Α)<br />[[κληματαριά]] που στηρίζεται σε δύο πασσάλους<br /><b>2.</b> [[χωλός]] που στηρίζεται σε δύο βακτηρίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη άγνωστης ετυμολογίας. Απαντά και τ. <i>άμάμαξυς</i> με [[δασεία]] [[κατά]] παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το επίρρ. <i>ἅμα</i> «συγχρόνως, [[μαζί]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁμάμαξῠς:''' [ᾰμᾰ], ἡ, γεν. <i>-υος</i> ή <i>-υδος</i>, [[κλήμα]] αμπελιού που αναπτύσσεται [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] στύλους, σε [[Σαπφώ]] κ.λπ. (άγν. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 17:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμάμαξῠς Medium diacritics: ἁμάμαξυς Low diacritics: αμάμαξυς Capitals: ΑΜΑΜΑΞΥΣ
Transliteration A: hamámaxys Transliteration B: hamamaxys Transliteration C: amamaksys Beta Code: a(ma/macus

English (LSJ)

[ᾰμᾰ], ἡ, gen. υος or (in Sapph.) υδος,

   A vine trained on two poles, Epich.24, Sapph.150, Matro Conv.114.

German (Pape)

[Seite 115] υος, u. υδος, ἡ, bei Hesych. auch ἁμάμυξ, die an zwei Pfählen hochgezogene Weinrebe, Matro Ath. IV, 137 a; Epich. u. Sapph. im E. M.

French (Bailly abrégé)

υος ou υδος (ἡ) :
vigne soutenue par deux échalas.
Étymologie: ἅμα, ἅμαξα.

Greek Monolingual

ἀμάμαξυς (-υος και -υδος), η (Α)
κληματαριά που στηρίζεται σε δύο πασσάλους
2. χωλός που στηρίζεται σε δύο βακτηρίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολογίας. Απαντά και τ. άμάμαξυς με δασεία κατά παρετυμολογική σύνδεση με το επίρρ. ἅμα «συγχρόνως, μαζί»].

Greek Monotonic

ἁμάμαξῠς: [ᾰμᾰ], ἡ, γεν. -υος ή -υδος, κλήμα αμπελιού που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο στύλους, σε Σαπφώ κ.λπ. (άγν. προέλ.).