άκουρος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
(2)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄκουρος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει [[παιδιά]] και [[κυρίως]] [[αρσενικό]] κληρονόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κοῦρος]] «[[αγόρι]]»].———————— <b>(II)</b><br />–ο, (Α [[ἄκουρος]], -ον) [[κουρά]]<br />[[ακούρευτος]], [[αξύριστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> «άκουροι και κουρεμένοι», άνθρωποι από [[κάθε]] [[τάξη]] και [[κάθε]] [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> (γι’ αυτόν που πρόκειται να «καρῇ μοναχὸς») αυτός που δεν πήρε [[ακόμη]] το μοναχικό [[σχήμα]] με την [[τελετή]] της [[κουράς]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄκουρος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει [[παιδιά]] και [[κυρίως]] [[αρσενικό]] κληρονόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κοῦρος]] «[[αγόρι]]»].<br /><b>(II)</b><br />–ο, (Α [[ἄκουρος]], -ον) [[κουρά]]<br />[[ακούρευτος]], [[αξύριστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> «άκουροι και κουρεμένοι», άνθρωποι από [[κάθε]] [[τάξη]] και [[κάθε]] [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> (γι’ αυτόν που πρόκειται να «καρῇ μοναχὸς») αυτός που δεν πήρε [[ακόμη]] το μοναχικό [[σχήμα]] με την [[τελετή]] της [[κουράς]].
}}
}}

Revision as of 12:37, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἄκουρος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει παιδιά και κυρίως αρσενικό κληρονόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κοῦρος «αγόρι»].
(II)
–ο, (Α ἄκουρος, -ον) κουρά
ακούρευτος, αξύριστος
νεοελλ.
1. «άκουροι και κουρεμένοι», άνθρωποι από κάθε τάξη και κάθε ηλικία
2. (γι’ αυτόν που πρόκειται να «καρῇ μοναχὸς») αυτός που δεν πήρε ακόμη το μοναχικό σχήμα με την τελετή της κουράς.