ἀρκυωρός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρκυωρός]], ο (Α)<br />ο [[φύλακας]] των διχτυών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρκυς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>w</i><i>ō</i><i>ro</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ορώ</i> (-<i>άω</i>). Το -<i>ω</i>- του τύπου αναλογικά [[προς]] το [[θυρωρός]].
|mltxt=[[ἀρκυωρός]], ο (Α)<br />ο [[φύλακας]] των διχτυών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρκυς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>w</i><i>ō</i><i>ro</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ορώ</i> (-<i>άω</i>). Το -<i>ω</i>- του τύπου αναλογικά [[προς]] το [[θυρωρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρκῠωρός:''' ὁ ([[οὖρος]]), αυτός που παραφυλάει τα δίχτυα, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 18:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρκυωρός Medium diacritics: ἀρκυωρός Low diacritics: αρκυωρός Capitals: ΑΡΚΥΩΡΟΣ
Transliteration A: arkyōrós Transliteration B: arkyōros Transliteration C: arkyoros Beta Code: a)rkuwro/s

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,

   A watcher of nets, Cratin.79, X.Cyn.6.5, Lycurg.Fr.79, Poll.5.17, etc.

German (Pape)

[Seite 354] ὁ, Netzwächter, beim Netz auf den Fang lauernd, Xen. Cyn. 6, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρκυωρός: ὁ (οὗρος), ὁ τῶν ἀρκύων φύλαξ, Ξεν. Κυν. 6. 5, κλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
gardien des filets.
Étymologie: ἄρκυς, οὖρος.

Spanish (DGE)

(ἀρκῠωρός) -οῦ, ὁ

• Alolema(s): ἁρκ- Themist.Ep.8
vigilante de las redes, cazador Cratin.84, X.Cyn.6.5, Lycurg.Fr.86, Poll.5.17, Ael.NA 8.2, fig. Themist.l.c.

Greek Monolingual

ἀρκυωρός, ο (Α)
ο φύλακας των διχτυών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρκυς + -ωρος < wōro- < ορώ (-άω). Το -ω- του τύπου αναλογικά προς το θυρωρός.

Greek Monotonic

ἀρκῠωρός: ὁ (οὖρος), αυτός που παραφυλάει τα δίχτυα, σε Ξεν.