απελευθερώνω: Difference between revisions
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(5) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἀπελευθερῶ, | |mltxt=(AM [[ἀπελευθερῶ]], [[ἀπελευθερόω]])<br />[[αποδίδω]] την [[ελευθερία]] σε δούλο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποδίδω]] την [[ελευθερία]] σε σκλαβωμένους λαούς, [[ξεσκλαβώνω]]<br /><b>2.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από τα [[δεσμά]], τον [[αποφυλακίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από [[κάτι]], [[απολυτρώνω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:29, 16 April 2022
Greek Monolingual
(AM ἀπελευθερῶ, ἀπελευθερόω)
αποδίδω την ελευθερία σε δούλο
νεοελλ.
1. αποδίδω την ελευθερία σε σκλαβωμένους λαούς, ξεσκλαβώνω
2. απαλλάσσω κάποιον από τα δεσμά, τον αποφυλακίζω
3. μτφ. απαλλάσσω κάποιον από κάτι, απολυτρώνω.