βαρυφροσύνη: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαρυφροσύνη]], η (Α) [[βαρύφρων]]<br /><b>1.</b> [[δυσθυμία]]<br /><b>2.</b> [[αγανάκτηση]]. | |mltxt=[[βαρυφροσύνη]], η (Α) [[βαρύφρων]]<br /><b>1.</b> [[δυσθυμία]]<br /><b>2.</b> [[αγανάκτηση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βᾰρῠφροσύνη:''' [ῠ], ἡ, [[μελαγχολία]], [[βαρυθυμία]], [[αγανάκτηση]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A melancholy, Plu.2.710f (pl.), Fr.inc.146; indignation, Id.Cor.21, Porph ap.Stob.1.49.60 (prob.).
German (Pape)
[Seite 435] ἡ, Schwermuth, Plut. Cor. 21.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυφροσύνη: ἡ, μελαγχολία,βαρυθυμία,Πλούτ. 2.710Ε· ἀγανάκτησις,ὁ αὐτ.Κορ.21.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 accablement de l’esprit, tristesse, mélancolie;
2 irritation, indignation.
Étymologie: βαρύφρων.
Spanish (DGE)
-ης
1 melancolía τὰ πένθη καὶ τὰς βαρυφροσύνας Plu.2.710e.
2 indignación ὑπ' ὀργῆς καὶ βαρυφροσύνης Plu.Cor.21.
Greek Monolingual
βαρυφροσύνη, η (Α) βαρύφρων
1. δυσθυμία
2. αγανάκτηση.
Greek Monotonic
βᾰρῠφροσύνη: [ῠ], ἡ, μελαγχολία, βαρυθυμία, αγανάκτηση, σε Πλούτ.