δείξιμο: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> το να δείχνει [[κάποιος]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[οδηγία]], [[διδασκαλία]] για [[εκμάθηση]]<br /><b>3.</b> [[υπόδειγμα]], [[πρότυπο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «καλό μου [[δείξιμο]]»<br />(με αποτρεπτική [[σημασία]]) όταν δείχνει [[κάποιος]] [[σημείο]] του σώματός του όπου εμφανίστηκε σε άλλον ανησυχητικό, νοσηρό [[σημάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δειξ</i>- του <i>έδειξα</i>, [[αόριστος]] του [[δείχνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[γράψιμο]], [[τρέξιμο]])].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> το να δείχνει [[κάποιος]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[οδηγία]], [[διδασκαλία]] για [[εκμάθηση]]<br /><b>3.</b> [[υπόδειγμα]], [[πρότυπο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «καλό μου [[δείξιμο]]»<br />(με αποτρεπτική [[σημασία]]) όταν δείχνει [[κάποιος]] [[σημείο]] του σώματός του όπου εμφανίστηκε σε άλλον ανησυχητικό, νοσηρό [[σημάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δειξ</i>- του <i>έδειξα</i>, [[αόριστος]] του [[δείχνω]] ([[πρβλ]]. [[γράψιμο]], [[τρέξιμο]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. το να δείχνει κάποιος κάτι
2. οδηγία, διδασκαλία για εκμάθηση
3. υπόδειγμα, πρότυπο
4. φρ. «καλό μου δείξιμο»
(με αποτρεπτική σημασία) όταν δείχνει κάποιος σημείο του σώματός του όπου εμφανίστηκε σε άλλον ανησυχητικό, νοσηρό σημάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δειξ- του έδειξα, αόριστος του δείχνω (πρβλ. γράψιμο, τρέξιμο)].