ἀριστοπόνος: Difference between revisions
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
(6) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀριστοπόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που εργάζεται άριστα ή που γίνεται, με έξοχο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άριστος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[πένομαι]] «[[εργάζομαι]] για να εξοικονομήσω τα αναγκαία, έχω [[ανάγκη]], [[είμαι]] [[πτωχός]]»]. | |mltxt=[[ἀριστοπόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που εργάζεται άριστα ή που γίνεται, με έξοχο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άριστος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[πένομαι]] «[[εργάζομαι]] για να εξοικονομήσω τα αναγκαία, έχω [[ανάγκη]], [[είμαι]] [[πτωχός]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀριστοπόνος:''' <b class="num">1)</b> отлично работающий, искусный (χεῖρες Pind.);<br /><b class="num">2)</b> искусно составленный (ὑμέναιοι Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A working excellently, χεῖρες Pi.O.7.51; μέλισσα Ps.-Phoc.171; ὑμέναιοι AP9.466: pl., ἀριστοπονῆες, as if from -πονεύς, Man.4.512. Adv.-νως App.Anth.3.182. II excellently wrought, μέλαθρον Nonn.D.44.79.
German (Pape)
[Seite 353] am besten arbeitend, χείρ Pind. Ol. 7, 51; μέλισσα Phocyl. bei Schol. Nic. Al. 448; Ep. ad. (IX, 466) ὑμέναιοι, etwas dunkel.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστοπόνος: -ον, ἐξόχως ἐργαζόμενος, χεῖρες Πινδ. Ο. 7. 94· μέλισσα Ψευδο-Φωκυλ. 159· ὁ Μανέθων ἔχει πληθ. ἀριστοπονῆες, ὡς εἰ ἐσχηματίσθη ἐξ ὀνομαστ. ἀριστοπονεύς, 4. 512. ― Ἐπίρρ. -νως Κραμήρου Παρισ. Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 281.
Greek Monolingual
ἀριστοπόνος, -ον (Α)
αυτός που εργάζεται άριστα ή που γίνεται, με έξοχο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -πόνος < πένομαι «εργάζομαι για να εξοικονομήσω τα αναγκαία, έχω ανάγκη, είμαι πτωχός»].
Russian (Dvoretsky)
ἀριστοπόνος: 1) отлично работающий, искусный (χεῖρες Pind.);
2) искусно составленный (ὑμέναιοι Anth.).