διατείχιον: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διατείχιον]], το (Α)<br />[[διατείχισμα]]. | |mltxt=[[διατείχιον]], το (Α)<br />[[διατείχισμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διατείχιον:''' τό Diod. = [[διατείχισμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, = sq., D.S.16.12 (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 606] τό, = folgdm, D. Sic. 16, 12, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
διατείχιον: τό, = τῷ ἑπομ., Διόδ. 16. 12.
Spanish (DGE)
-ου, τό muro o fortificación D.S.16.12.
Greek Monolingual
διατείχιον, το (Α)
διατείχισμα.
Russian (Dvoretsky)
διατείχιον: τό Diod. = διατείχισμα.