εἰσόπιν: Difference between revisions
From LSJ
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἰσόπιν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ύστερα, [[μετά]] από αυτά. | |mltxt=[[εἰσόπιν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ύστερα, [[μετά]] από αυτά. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰσόπιν:''' adv. в дальнейшем: εἰ. χρόνου Aesch. впоследствии, потом. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 31 December 2018
English (LSJ)
(ὄπις) Adv.
A back: c. gen., εἰσόπιν χρόνου hereafter, A.Supp. 617.
German (Pape)
[Seite 744] nachher, in der Folge, χρόνου Aesch. Suppl. 612.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσόπιν: (ὄπις), ἐπίρρ., κατόπιν, μετὰ γεν., εἰσόπιν χρόνου, ἐν τῷ μετὰ ταῦτα, μετὰ παρέλευσιν χρόνου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 617.
French (Bailly abrégé)
adv.
par la suite (litt. en vue) : εἰσόπιν χρόνου ESCHL dorénavant, désormais.
Étymologie: εἰς, ὄπις².
Spanish (DGE)
(εἰσόπῐν)
adv. temp. en adelante εἰ. χρόνου de ahora en adelante A.Supp.617.
Greek Monolingual
εἰσόπιν (Α)
επίρρ. ύστερα, μετά από αυτά.
Russian (Dvoretsky)
εἰσόπιν: adv. в дальнейшем: εἰ. χρόνου Aesch. впоследствии, потом.