εγκύκλιος: Difference between revisions
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(10) |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο και -ος, -ο (AM [[ἐγκύκλιος]], -ον)<br /><b>1.</b> «[[εγκύκλιος]] [[παιδεία]]», «εγκύκλιες σπουδές», «ἐγκύκλιοι σπουδαί», «εγκύκλια γράμματα» — οι πρώτες, απαραίτητες, βασικές γνώσεις [[προτού]] [[κανείς]] αρχίσει να ειδικεύεται<br /><b>2.</b> οι ανθρωπιστικές σπουδές, [[γραμματική]], [[διαλεκτική]], [[ρητορική]], [[γεωμετρία]], [[αστρολογία]], αριθμητική, [[μουσική]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-α, -ο και -ος, -ο (AM [[ἐγκύκλιος]], -ον)<br /><b>1.</b> «[[εγκύκλιος]] [[παιδεία]]», «εγκύκλιες σπουδές», «ἐγκύκλιοι σπουδαί», «εγκύκλια γράμματα» — οι πρώτες, απαραίτητες, βασικές γνώσεις [[προτού]] [[κανείς]] αρχίσει να ειδικεύεται<br /><b>2.</b> οι ανθρωπιστικές σπουδές, [[γραμματική]], [[διαλεκτική]], [[ρητορική]], [[γεωμετρία]], [[αστρολογία]], αριθμητική, [[μουσική]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἐγκύκλιος]] και «[[ἐγκύκλιος]] [[ἐπιστολή]], [[διαταγή]]» — [[επιστολή]] ή [[διαταγή]] που απευθύνεται σε πολλούς παραλήπτες, υφιστάμενες αρχές ή άτομα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κυκλικός]]<br /><b>2.</b> [[περιοδικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐγκύκλιοι λειτουργίαι» — ετήσιες χορηγίες, γυμνασιαρχίες κ.λπ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
-α, -ο και -ος, -ο (AM ἐγκύκλιος, -ον)
1. «εγκύκλιος παιδεία», «εγκύκλιες σπουδές», «ἐγκύκλιοι σπουδαί», «εγκύκλια γράμματα» — οι πρώτες, απαραίτητες, βασικές γνώσεις προτού κανείς αρχίσει να ειδικεύεται
2. οι ανθρωπιστικές σπουδές, γραμματική, διαλεκτική, ρητορική, γεωμετρία, αστρολογία, αριθμητική, μουσική
μσν.- νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐγκύκλιος και «ἐγκύκλιος ἐπιστολή, διαταγή» — επιστολή ή διαταγή που απευθύνεται σε πολλούς παραλήπτες, υφιστάμενες αρχές ή άτομα
αρχ.
1. κυκλικός
2. περιοδικός
3. φρ. «ἐγκύκλιοι λειτουργίαι» — ετήσιες χορηγίες, γυμνασιαρχίες κ.λπ.