εγκύκλιος

From LSJ

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source

Greek Monolingual

-α, -ο και -ος, -ο (AM ἐγκύκλιος, -ον)
1. «εγκύκλιος παιδεία», «εγκύκλιες σπουδές», «ἐγκύκλιοι σπουδαί», «εγκύκλια γράμματα» — οι πρώτες, απαραίτητες, βασικές γνώσεις προτού κανείς αρχίσει να ειδικεύεται
2. οι ανθρωπιστικές σπουδές, γραμματική, διαλεκτική, ρητορική, γεωμετρία, αστρολογία, αριθμητική, μουσική
μσν.- νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ.ἐγκύκλιος και «ἐγκύκλιος ἐπιστολή, διαταγή» — επιστολή ή διαταγή που απευθύνεται σε πολλούς παραλήπτες, υφιστάμενες αρχές ή άτομα
αρχ.
1. κυκλικός
2. περιοδικός
3. φρ. «ἐγκύκλιοι λειτουργίαι» — ετήσιες χορηγίες, γυμνασιαρχίες κ.λπ.