ἐνάκις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
(11)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνάκις]] και ἐνάκι, επικ. τ. [[εἰνάκις]] (Α)<br />(αριθμ. επίρρ.) [[εννιά]] φορές.
|mltxt=[[ἐνάκις]] και ἐνάκι, επικ. τ. [[εἰνάκις]] (Α)<br />(αριθμ. επίρρ.) [[εννιά]] φορές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνάκις:''' [ᾰ], Επικ. [[εἰνάκις]] ([[ἐννέα]]), επίρρ., [[εννιά]] φορές, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνάκις Medium diacritics: ἐνάκις Low diacritics: ενάκις Capitals: ΕΝΑΚΙΣ
Transliteration A: enákis Transliteration B: enakis Transliteration C: enakis Beta Code: e)na/kis

English (LSJ)

Ep. εἰνάκις [ᾰ], Adv.

   A nine times, Od.14.230:—usu.written ἐννάκις in codd.: ἐννεάκις is v.l. in Nicom.Harm.8: also ἐννάκι δ' ἐννέα Μοῦσαι AP14.120.8; ἐνάκι Iamb. in Nic.p.17P.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνάκις: ἐπίρρ., ἐννέα φορὰς, Πλάτ. Κριτί. 108Ε, διάφ. γραφ. ἐννάκις διὰ δύο ν ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 14. 120 καὶ συχν. παρὰ Διοδ.: - ἀλλ’ ὅτι ὁ ἐξ ἀρχῆς τύπος ἦτο ἐνάκις δι’ ἑνὸς ν φαίνεται ἐκ τοῦ Ἰων. καὶ Ἐπ. τύπου εἰνάκις, Ὀδ. Ξ. 230˙ πρβλ. ἐνακισχίλιοι, -αι, -α, ἐνακόσιοι.

French (Bailly abrégé)

mieux que ἐννάκις;
adv.
neuf fois.
Étymologie: ἐννέα, -ακις.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐνάκι Iambl.in Nic.17; jón. εἰνάκις Od.14.230, graf. ε̄̓νάκι CEG 844.10 (Tasos IV a.C.); frec. ἐννάκις Nicom.Harm.8, Ph.1.22, Plu.2.989b, Vett.Val.399.6, Orib.Ec.2.3; ἐννάκι AP 14.120; ἐννεάκις Lindos 421a.5 (I d.C.), Vett.Val.140.24

• Prosodia: [-ᾰ-]
adv. nueve veces εἰ. ἀνδράσιν ἄρξα ... ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς Od.l.c., στεφανωθείς Lindos l.c., cf. CEG l.c., Plu.l.c., Orib.l.c., PMag.72.5
en combinación c. otros numerales τὸ ὑπὸ τῶν ἄκρων πρόμηκες ἴσον τῷ ὑπὸ τῶν μέσων, τὸ δωδεκάκις ς τῷ ἐννάκις η Nicom.l.c., cf. Iambl.l.c., Ph.l.c., Vett.Val.399.6, Procl.in Ti.2.33.12, ἐ. δ' ἐννέα Μοῦσαι ἐμεῦ λάβον AP l.c., cf. Hippol.Haer.4.14.11.

Greek Monolingual

ἐνάκις και ἐνάκι, επικ. τ. εἰνάκις (Α)
(αριθμ. επίρρ.) εννιά φορές.

Greek Monotonic

ἐνάκις: [ᾰ], Επικ. εἰνάκις (ἐννέα), επίρρ., εννιά φορές, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.