ἐναγικός: Difference between revisions
From LSJ
(11) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐναγικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε άνθρωπο εναγή («χρημάτων εναγικών», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐναγικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε άνθρωπο εναγή («χρημάτων εναγικών», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνᾰγικός:''' пораженный проклятием, запятнанный преступлением (χρήματα Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of an ἐναγής, Χρήματα Id.2.825c.
German (Pape)
[Seite 824] ή, όν, = ἐναγής, von Sachen, Plut. polit. praec. 32 p. 201, χρήματα, das Vermögen der Verbrecher.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναγῐκός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἄνθρωπον ἐναγῆ, χρήματα ἐναγικὰ Πλούτ. 2. 825Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne une personne ou une chose maudite.
Étymologie: ἐναγής.
Spanish (DGE)
-ή, -όν maldito, impuro χρήματα Plu.2.825b.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐναγικός, -ή, -όν)
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε άνθρωπο εναγή («χρημάτων εναγικών», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐνᾰγικός: пораженный проклятием, запятнанный преступлением (χρήματα Plut.).