Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκφυτεύω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(11)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκφυτεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για [[δέντρο]]) [[μεταφυτεύω]]<br /><b>2.</b> [[φυτεύω]] [[τόπο]], [[γεμίζω]] έναν [[τόπο]] με φυτά.
|mltxt=[[ἐκφυτεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για [[δέντρο]]) [[μεταφυτεύω]]<br /><b>2.</b> [[φυτεύω]] [[τόπο]], [[γεμίζω]] έναν [[τόπο]] με φυτά.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκφῠτεύω:''' бот. прививать ([[πήγανον]] εἰς συκῆν Arst.).
}}
}}

Revision as of 19:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφῠτευω Medium diacritics: ἐκφυτεύω Low diacritics: εκφυτεύω Capitals: ΕΚΦΥΤΕΥΩ
Transliteration A: ekphyteúō Transliteration B: ekphyteuō Transliteration C: ekfyteyo Beta Code: e)kfuteuw

English (LSJ)

   A plant out, πήγανον εἰς συκῆν Arist.Pr.924b36.    II plant, χώραν Heraclid.Pol.36; ἄλσος Philostr.VS1.23.2:—Pass., ib. 2.23 3.

German (Pape)

[Seite 787] aus-, verpflanzen; εἰς συκῆν Arist. Probl. 20, 18; bepflanzen, Heracl. Pont. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφῠτεύω: μεταφυτεύω ἐπάνω εἰς δένδρον, διὰ τί πήγανον κάλλιστον καὶ πλεῖστον γίνεται ἐάν τις ἐκφυτεύσῃ εἰς συκῆν; ἐκφυτεύεται δὲ περὶ τὸν φλοιὸν καὶ περιπλάττεται πηλῷ Ἀριστ. Προβλ. 20. 18· φυτεύω τόπον, πληρῶ φυτῶν, Ἡρακλείδ. Ποντικ. 11, Φιλόστρ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 332, 26.

Spanish (DGE)

1 injertar πήγανον ... εἰς συκῆν Arist.Pr.924b36, en v. pas. ἐκφυτεύεται se injerta Arist.Pr.ib.
2 plantar χώραν Heraclid.Lemb.Pol.36, ὃ (ἄλσος) Philostr.VS 527, en v. pas. γῆ ... ἐκπεφυτευμένη δένδρεσι Philostr.VS 606.

Greek Monolingual

ἐκφυτεύω (Α)
1. (για δέντρο) μεταφυτεύω
2. φυτεύω τόπο, γεμίζω έναν τόπο με φυτά.

Russian (Dvoretsky)

ἐκφῠτεύω: бот. прививать (πήγανον εἰς συκῆν Arst.).