δραγμός: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δραγμός]], ο (Α) [[δράττομαι]]<br />[[πιάσιμο]], [[άρπαγμα]], [[δραξιά]].
|mltxt=[[δραγμός]], ο (Α) [[δράττομαι]]<br />[[πιάσιμο]], [[άρπαγμα]], [[δραξιά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δραγμός:''' ὁ ([[δράσσομαι]]), [[πιάσιμο]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δραγμός Medium diacritics: δραγμός Low diacritics: δραγμός Capitals: ΔΡΑΓΜΟΣ
Transliteration A: dragmós Transliteration B: dragmos Transliteration C: dragmos Beta Code: dragmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A grasping, E.Cyc.170, dub. l. in Q.S.1.350.

German (Pape)

[Seite 664] ὁ, das Erfassen; Eur. Cycl. 169; Qu. Sm. 1, 350.

Greek (Liddell-Scott)

δραγμός: ὁ, δράξιμον, «πιάσιμον», Εὐρ. Κύκλ. 170· πρβλ. δράσσομαι ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de saisir.
Étymologie: δράσσομαι.

Greek Monolingual

δραγμός, ο (Α) δράττομαι
πιάσιμο, άρπαγμα, δραξιά.

Greek Monotonic

δραγμός: ὁ (δράσσομαι), πιάσιμο, σε Ευρ.