ψεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(47c)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ψεκτικός]], -ή -όν, ΝΑ [[ψέκτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψέκτη ή στον ψόγο, [[επικριτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[φιλοκατήγορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψεκτικῶς</i> Α<br />με επικριτικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό / [[ψεκτικός]], -ή -όν, ΝΑ [[ψέκτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψέκτη ή στον ψόγο, [[επικριτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[φιλοκατήγορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψεκτικῶς</i> Α<br />με επικριτικό τρόπο.
}}
{{elru
|elrutext='''ψεκτικός:''' [[ψέγω]] порицательный, хулительский ([[εἶδος]] λόγων Arst.).
}}
}}

Revision as of 06:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψεκτικός Medium diacritics: ψεκτικός Low diacritics: ψεκτικός Capitals: ΨΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: psektikós Transliteration B: psektikos Transliteration C: psektikos Beta Code: yektiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A censorious, Arist.Rh.Al.1421b9, Poll.5.117; τὸ-κόν Stoic.2.62. Adv. -κῶς Poll.5.118.

German (Pape)

[Seite 1392] zum Tadeln gehörig, geneigt, tadelsüchtig, εἶδος λόγων Anaxim. rhet. 1; auch adv. ψεκτικῶς, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψεκτικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ ψέγῃ, μεμπτικός, φιλοκατήγορος, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλεξ. 4. 1, Πολυδ. Ε΄, 118. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. αὐτόθι.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ψεκτικός, -ή -όν, ΝΑ ψέκτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψέκτη ή στον ψόγο, επικριτικός
2. (για πρόσ.) φιλοκατήγορος.
επίρρ...
ψεκτικῶς Α
με επικριτικό τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

ψεκτικός: ψέγω порицательный, хулительский (εἶδος λόγων Arst.).