ὠκυτόκος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(47c)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που γεννήθηκε [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «γρήγορος» <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που γεννήθηκε [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «γρήγορος» <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
}}
{{grml
|mltxt=-ο / [[ὠκυτόκος]], -ον, ΝΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) αυτός που γεννά εύκολα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος) αυτός που διευκολύνει τον τοκετό<br /><b>2.</b> (για ποταμό) αυτός που καθιστά τις [[γύρω]] περιοχές εύφορες, γόνιμες<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠκυτόκον</i><br />ο [[εύκολος]], γρήγορος [[τοκετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «γρήγορος» <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-[[τόκος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠτόκος Medium diacritics: ὠκυτόκος Low diacritics: ωκυτόκος Capitals: ΩΚΥΤΟΚΟΣ
Transliteration A: ōkytókos Transliteration B: ōkytokos Transliteration C: okytokos Beta Code: w)kuto/kos

English (LSJ)

ον,

   A causing quick and easy birth, σελήνη (i. e. Artemis), Tim.Fr.28.    2 of a river, ὠ. πεδίων ἐπινίσεται giving quick increase, S.OC689 (lyr.).    II ὠκύτοκον, τό, quick birth, easy delivery, Hdt.4.35.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκῠτόκος: -ον, ὁ, συντελῶν πρὸς ταχὺν καὶ εὔκολον τοκετόν, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Τιμόθ. (Ἀποσπ. 2) παρὰ Πλουτ. 2. 282C. 2) ἐπὶ ποταμοῦ, ὠκ. πεδίων ἐπινίσσεται, μετὰ ζωογόνου ἢ γονιμοποιούσης δυνάμεως, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 689. ΙΙ. προπαροξ. ὠκύτοκος, ον, παθητ., ὁ ταχέως γεννηθεὶς ἢ παραχθεὶς ὡς ἑρμηνεύουσί τινες ἐν τῷ ἀνωτέρῳ χωρίῳ τοῦ Σοφοκλ., ἀλλ’ ἴδε Ellendt. καὶ Dind. 2) ὠκύτοκον, τό, ταχὺς τοκετός, εὔκολος, Ἡρόδ. 4. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui procure un accouchement prompt et facile ; τὸ ὠκυτόκον HDT accouchement prompt ou facile;
2 qui féconde vite.
Étymologie: ὠκύς, τίκτω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που γεννήθηκε γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -τοκος (< τόκος < τίκτω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].

Greek Monolingual

-ο / ὠκυτόκος, -ον, ΝΑ
(λόγιος τ.) αυτός που γεννά εύκολα
αρχ.
1. (ως προσωνυμία της Αρτέμιδος) αυτός που διευκολύνει τον τοκετό
2. (για ποταμό) αυτός που καθιστά τις γύρω περιοχές εύφορες, γόνιμες
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκυτόκον
ο εύκολος, γρήγορος τοκετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. πολυ-τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].