ωοκύτταρο: Difference between revisions
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(47c) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> α) [[κύτταρο]] που αποτελεί το [[στάδιο]] διαφοροποίησης του θηλυκού γαμέτη [[κατά]] την [[ωογένεση]]<br />β) ο [[θηλυκός]] [[γαμέτης]] τών εντόμων [[πριν]] από την ωρίμασή του<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> ο [[θηλυκός]] [[γαμέτης]] τών ανώτερων [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ωό</i>(<i>ν</i>) «[[αβγό]]» <span style="color: red;">+</span> [[κύτταρο]]. Η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, | |mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> α) [[κύτταρο]] που αποτελεί το [[στάδιο]] διαφοροποίησης του θηλυκού γαμέτη [[κατά]] την [[ωογένεση]]<br />β) ο [[θηλυκός]] [[γαμέτης]] τών εντόμων [[πριν]] από την ωρίμασή του<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> ο [[θηλυκός]] [[γαμέτης]] τών ανώτερων [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ωό</i>(<i>ν</i>) «[[αβγό]]» <span style="color: red;">+</span> [[κύτταρο]]. Η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>ovocyte</i> / <i>oocyte</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:46, 23 August 2021
Greek Monolingual
το, Ν
1. ζωολ. α) κύτταρο που αποτελεί το στάδιο διαφοροποίησης του θηλυκού γαμέτη κατά την ωογένεση
β) ο θηλυκός γαμέτης τών εντόμων πριν από την ωρίμασή του
2. βοτ. ο θηλυκός γαμέτης τών ανώτερων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) «αβγό» + κύτταρο. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. ovocyte / oocyte].