ωραιόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(ως ερμ. της λ. [[εὐῶπις]]) αυτός που έχει ωραία μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὡραῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>όφθαλμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀφθαλμός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγαλ</i>-<i>όφθαλμος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(ως ερμ. της λ. [[εὐῶπις]]) αυτός που έχει ωραία μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὡραῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>όφθαλμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀφθαλμός]]), [[πρβλ]]. <i>μεγαλ</i>-<i>όφθαλμος</i>].
}}
}}

Revision as of 15:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(ως ερμ. της λ. εὐῶπις) αυτός που έχει ωραία μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + -όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. μεγαλ-όφθαλμος].