εξασθένηση: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(12) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Μ [[ἐξασθένησις]]) | |mltxt=η (Μ [[ἐξασθένησις]]) [[εξασθενώ]] (I)]<br /><b>1.</b> [[κατάπτωση]], [[εξάντληση]] («[[εξασθένηση]] του οργανισμού», «οικονομική [[εξασθένηση]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] έντασης. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:55, 12 April 2023
Greek Monolingual
η (Μ ἐξασθένησις) εξασθενώ (I)]
1. κατάπτωση, εξάντληση («εξασθένηση του οργανισμού», «οικονομική εξασθένηση» κ.λπ.)
2. έλλειψη έντασης.