αγιοποιώ: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ ἁγιοποιῶ) (-έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανακηρύσσω]] [[επίσημα]] ως άγιο κάποιον θνητό [[μετά]] τον θάνατό του<br /><b>μσν.</b><br />[[καθαγιάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[ἁγιοποιός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγιοποίηση]]].
|mltxt=(Μ ἁγιοποιῶ) (-έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανακηρύσσω]] [[επίσημα]] ως άγιο κάποιον θνητό [[μετά]] τον θάνατό του<br /><b>μσν.</b><br />[[καθαγιάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> [[ἁγιοποιός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγιοποίηση]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

(Μ ἁγιοποιῶ) (-έω)
νεοελλ.
ανακηρύσσω επίσημα ως άγιο κάποιον θνητό μετά τον θάνατό του
μσν.
καθαγιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἁγιοποιός.
ΠΑΡ. αγιοποίηση].