αγιοποιώ: Difference between revisions
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Μ ἁγιοποιῶ) (-έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανακηρύσσω]] [[επίσημα]] ως άγιο κάποιον θνητό [[μετά]] τον θάνατό του<br /><b>μσν.</b><br />[[καθαγιάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=(Μ ἁγιοποιῶ) (-έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανακηρύσσω]] [[επίσημα]] ως άγιο κάποιον θνητό [[μετά]] τον θάνατό του<br /><b>μσν.</b><br />[[καθαγιάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> [[ἁγιοποιός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγιοποίηση]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:20, 29 December 2020
Greek Monolingual
(Μ ἁγιοποιῶ) (-έω)
νεοελλ.
ανακηρύσσω επίσημα ως άγιο κάποιον θνητό μετά τον θάνατό του
μσν.
καθαγιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἁγιοποιός.
ΠΑΡ. αγιοποίηση].