επικουρώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
(13)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐπικουρῶ, -έω) [[επίκουρος]]<br />[[βοηθώ]], [[συντρέχω]] («ἀλλὰ ἑ Μοῑρα ἦγ’ ἐπικουρήσοντα [[μετὰ]] Πρίαμόν τε καὶ υἷας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[υπερασπίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ.) [[βοηθώ]] κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη [[θέση]] («ἀλλ’ ἐπικουρῶν [[κρύβδην]] ἑτέροισι ποιηταῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> [[προφυλάσσω]] κάποιον από [[κάτι]] («εἴ τῳ χειμώνᾳ ἐπεκούρησα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[προμηθεύω]]<br /><b>5.</b> (με δοτ. πράγμ.) [[ανακουφίζω]] από [[κάτι]] («ἀξιάγαστον δ’ αὐτοῡ καὶ τὸ ἐπικουρῆσαι τῷ τῶν ἀγαθῶν γήρᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[φροντίζω]] για [[κάτι]], [[αντιμετωπίζω]] επιτυχώς («[[οὐδέ]] γε εἰ τέχνην τινά ἐργάζεται ἐπικουρῶν τῇ ἀναγκαίᾳ τροφῇ», Αισχίν.)<br /><b>7.</b> [[υπηρετώ]] ως [[μισθοφόρος]] [[στρατιώτης]].
|mltxt=(AM ἐπικουρῶ, -έω) [[επίκουρος]]<br />[[βοηθώ]], [[συντρέχω]] («ἀλλὰ ἑ Μοῑρα ἦγ’ ἐπικουρήσοντα [[μετὰ]] Πρίαμόν τε καὶ υἷας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[υπερασπίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ.) [[βοηθώ]] κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη [[θέση]] («ἀλλ’ ἐπικουρῶν [[κρύβδην]] ἑτέροισι ποιηταῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> [[προφυλάσσω]] κάποιον από [[κάτι]] («εἴ τῳ χειμώνᾳ ἐπεκούρησα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[προμηθεύω]]<br /><b>5.</b> (με δοτ. πράγμ.) [[ανακουφίζω]] από [[κάτι]] («ἀξιάγαστον δ’ αὐτοῦ καὶ τὸ ἐπικουρῆσαι τῷ τῶν ἀγαθῶν γήρᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[φροντίζω]] για [[κάτι]], [[αντιμετωπίζω]] επιτυχώς («[[οὐδέ]] γε εἰ τέχνην τινά ἐργάζεται ἐπικουρῶν τῇ ἀναγκαίᾳ τροφῇ», Αισχίν.)<br /><b>7.</b> [[υπηρετώ]] ως [[μισθοφόρος]] [[στρατιώτης]].
}}
}}

Revision as of 12:25, 15 February 2019

Greek Monolingual

(AM ἐπικουρῶ, -έω) επίκουρος
βοηθώ, συντρέχω («ἀλλὰ ἑ Μοῑρα ἦγ’ ἐπικουρήσοντα μετὰ Πρίαμόν τε καὶ υἷας», Ομ. Ιλ.)
μσν.
υπερασπίζω
αρχ.
1. (με δοτ. προσ.) βοηθώ κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση («ἀλλ’ ἐπικουρῶν κρύβδην ἑτέροισι ποιηταῑς», Αριστοφ.)
2. (για πράγμ.) είμαι χρήσιμος, ωφέλιμος σε κάποιον
3. προφυλάσσω κάποιον από κάτι («εἴ τῳ χειμώνᾳ ἐπεκούρησα», Ξεν.)
4. προμηθεύω
5. (με δοτ. πράγμ.) ανακουφίζω από κάτι («ἀξιάγαστον δ’ αὐτοῦ καὶ τὸ ἐπικουρῆσαι τῷ τῶν ἀγαθῶν γήρᾳ», Ξεν.)
6. φροντίζω για κάτι, αντιμετωπίζω επιτυχώς («οὐδέ γε εἰ τέχνην τινά ἐργάζεται ἐπικουρῶν τῇ ἀναγκαίᾳ τροφῇ», Αισχίν.)
7. υπηρετώ ως μισθοφόρος στρατιώτης.