ἐπένδυμα: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΝ) [[επενδύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περίβλημα]], [[περικάλυμμα]]<br /><b>2.</b> [[λεπτός]], [[μονόστιβος]] [[υμένας]] που καλύπτει τις κοιλίες του εγκεφάλου και τον κεντρικό [[σωλήνα]] του νωτιαίου μυελού<br /><b>αρχ.</b><br />[[πανωφόρι]], [[επενδύτης]]. | |mltxt=το (ΑΝ) [[επενδύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περίβλημα]], [[περικάλυμμα]]<br /><b>2.</b> [[λεπτός]], [[μονόστιβος]] [[υμένας]] που καλύπτει τις κοιλίες του εγκεφάλου και τον κεντρικό [[σωλήνα]] του νωτιαίου μυελού<br /><b>αρχ.</b><br />[[πανωφόρι]], [[επενδύτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπένδῠμα:''' -ατος, τό, [[πανωφόρι]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A upper garment, Aq.Ex.28.26, al., f.l. in Plu.Alex.32.
German (Pape)
[Seite 915] τό, das Oberkleid, Plut. Alex. 32.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπένδῠμα: τό, ἐπανωφόριον, Πλουτ. Ἀλέξ. 32.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vêtement de dessus.
Étymologie: ἐπενδύνω.
Greek Monolingual
το (ΑΝ) επενδύω
νεοελλ.
1. περίβλημα, περικάλυμμα
2. λεπτός, μονόστιβος υμένας που καλύπτει τις κοιλίες του εγκεφάλου και τον κεντρικό σωλήνα του νωτιαίου μυελού
αρχ.
πανωφόρι, επενδύτης.
Greek Monotonic
ἐπένδῠμα: -ατος, τό, πανωφόρι, σε Πλούτ.