ενύπνιος: Difference between revisions

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source
(12)
 
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνύπνιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται, συμβαίνει ή εμφανίζεται στον ύπνο («[[ἄγαν]] δ' ἀληθεῑς ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[ἐνύπνιον]]<br />στον ύπνο («θεῑός μοι [[ἐνύπνιον]] ἦλθεν [[ὄνειρος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=[[ἐνύπνιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται, συμβαίνει ή εμφανίζεται στον ύπνο («[[ἄγαν]] δ' ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[ἐνύπνιον]]<br />στον ύπνο («θεῑός μοι [[ἐνύπνιον]] ἦλθεν [[ὄνειρος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 09:20, 13 October 2022

Greek Monolingual

ἐνύπνιος, -ον (Α)
1. αυτός που φαίνεται, συμβαίνει ή εμφανίζεται στον ύπνο («ἄγαν δ' ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις», Αισχύλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐνύπνιον
στον ύπνο («θεῑός μοι ἐνύπνιον ἦλθεν ὄνειρος», Ομ. Ιλ.).