εὐβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐβλέφαρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραία βλέφαρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[βλέφαρον]].
|mltxt=[[εὐβλέφαρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραία βλέφαρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[βλέφαρον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), αυτός που έχει ωραία βλέφαρα, όμορφα μάτια, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:46, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐβλέφᾰρος Medium diacritics: εὐβλέφαρος Low diacritics: ευβλέφαρος Capitals: ΕΥΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: eublépharos Transliteration B: eublepharos Transliteration C: evvlefaros Beta Code: eu)ble/faros

English (LSJ)

ον,

   A with beautiful eyelids, Δίκη AP14.122.

German (Pape)

[Seite 1058] mit schönen Augenlidern, Augen, Probl. 16 (XIV, 122).

Greek (Liddell-Scott)

εὐβλέφᾰρος: -ον, ἔχων ὡραῖα βλέφαρα, Ἀνθ. Π. 14. 122.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles paupières, aux beaux yeux.
Étymologie: εὖ, βλέφαρον.

Greek Monolingual

εὐβλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία βλέφαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βλέφαρον.

Greek Monotonic

εὐβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που έχει ωραία βλέφαρα, όμορφα μάτια, σε Ανθ.