ερημόπολις: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(14)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐρημόπολις]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει στερηθεί την [[πόλη]] του, αυτός που έχασε την [[πατρίδα]] του («[[ἐρημόπολις]] [[μάτηρ]]», <b>Ευρ.</b>)<br />(<b>[[πρβλ]].</b> [[άπολις]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερημο</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[έρημος]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἐρημόπολις]], ἡ (Μ)<br />έρημη, κατεστραμμένη [[πόλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερημο</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[έρημος]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐρημόπολις]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει στερηθεί την [[πόλη]] του, αυτός που έχασε την [[πατρίδα]] του («[[ἐρημόπολις]] [[μάτηρ]]», <b>Ευρ.</b>)<br />(<b>[[πρβλ]].</b> [[άπολις]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερημο</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[έρημος]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἐρημόπολις]], ἡ (Μ)<br />έρημη, κατεστραμμένη [[πόλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερημο</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[έρημος]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ερημόπολις:''' -ι, γεν. <i>-ιδος</i>, αυτός που στερείται την [[ίδια]] του την πόλη, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:00, 30 December 2018

Greek Monolingual

(I)
ἐρημόπολις, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει στερηθεί την πόλη του, αυτός που έχασε την πατρίδα του («ἐρημόπολις μάτηρ», Ευρ.)
(πρβλ. άπολις).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + πόλις.———————— (II)
ἐρημόπολις, ἡ (Μ)
έρημη, κατεστραμμένη πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + πόλις.

Greek Monotonic

ερημόπολις: -ι, γεν. -ιδος, αυτός που στερείται την ίδια του την πόλη, σε Ευρ.