ἐπιχαιρεκακία: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(14) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐπιχαιρεκακία]])<br />[[χαρά]], ψυχική [[ικανοποίηση]] για το [[κακό]] που παθαίνει [[κάποιος]] [[άλλος]]. | |mltxt=η (AM [[ἐπιχαιρεκακία]])<br />[[χαρά]], ψυχική [[ικανοποίηση]] για το [[κακό]] που παθαίνει [[κάποιος]] [[άλλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιχαιρεκακία:''' ἡ злорадство Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A joy over one's neighbour's misfortune, spite, malignity, Arist.EN1107a10, Ph.2.394, Plu.2.91b, etc.
German (Pape)
[Seite 1002] ἡ, Schadenfreude, Arist. Eth. 2, 7; Plut. adv. Stoic. 45 u. öfter. Von
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχαιρεκᾰκία: ἡ, χαρὰ ἐπὶ τοῖς ἀλλοτρίοις κακοῖς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 18., 2.7, 15.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιχαιρεκακία)
χαρά, ψυχική ικανοποίηση για το κακό που παθαίνει κάποιος άλλος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχαιρεκακία: ἡ злорадство Arst., Plut.